δανικός

δανικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δανία: Η δανική γαλακτοβιομηχανία είναι φημισμένη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δανικός — Τύπος σκύλου, που ονομάζεται επίσης γερμανικός μολοσσόςντανουά, πολύ παλιάς καταγωγής, με προέλευση πιθανότατα από τη Δανία. Ο σκύλος αυτός, ιδιαίτερα κατάλληλος για τη φύλαξη σπιτιών ή ως ανιχνευτικό και καταδιωκτικό της αστυνομίας, έχει ρωμαλέο …   Dictionary of Greek

  • δανέζικος — η, ο ο δανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Δανέζος, ο < Δανέζοι, οι < ιταλ. Danesi, πληθ. τού Danese «Δανός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”